- παραπλασμός
- ὁ, Α [παραπλάσσω]1. μεταβολή τού γραμματικού τύπου2. ο κηρός που έφραζε τις οπές αυλού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπλασμός — change of grammatical form masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλασμοῦ — παραπλασμός change of grammatical form masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)